- δίκηλον
- δίκηλον, written for δείκηλον, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίκηλον — δίκηλος with double hernia masc/fem acc sg δίκηλος with double hernia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμματιαίον — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος» 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «μίμημα σχεδίων, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῑδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, ατος + κατάλ. ιαῖον (πρβλ. κερκιδ ιαῖον)] … Dictionary of Greek